- αντιδέρκομαι
- ἀντιδέρκομαι (Α)βλέπω κάποιον κατάματα, ατενίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek
κἀντιδέρκεται — ἀντιδέρκεται , ἀντιδέρκομαι pres ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)